Generalny στα ελληνικά
Μετάφραση: generalny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- generalizować στα ελληνικά - γενικεύσουμε, γενικεύουμε, γενικεύσει, γενίκευση, γενικεύσουν
- generalnie στα ελληνικά - γενικά, γενικώς, γένει, εν γένει, συνήθως
- generator στα ελληνικά - γεννήτρια, δημιουργό, Δημιουργός, γεννήτριας, της γεννήτριας
- generatywny στα ελληνικά - γεννητικός, παραγωγική, γενεσιουργός, παραγωγικών, γενεσιουργό
Τυχαίες λέξεις
Generalny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Μεταφράσεις: στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές