Gospodarowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: gospodarowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διοίκηση, νοικοκυριό, οικοκυρική, υπηρεσία καθαριότητας, οροφοκομίας, υπηρεσία οροφοκομίας
Gospodarowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gospodarność στα ελληνικά - λιτότητα, λιτότης, thrift, λιτότητας, φειδώ
  • gospodarny στα ελληνικά - φειδωλός, αξιοσημείωτος, οικονομικός, οικονομική, οικονομικό, οικονομικά, οικονομικές
  • gospodarować στα ελληνικά - διευθύνω, χορηγώ, αγρόκτημα, αντεπεξέρχομαι, εφαρμόζω, καταφέρνω, σύζυγος, ...
  • gospodarstwo στα ελληνικά - αγρόκτημα, σπίτι, οικογένεια, οικιακός, σπιτικό, ράντσο, εκμετάλλευση, ...
Τυχαίες λέξεις
Gospodarowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διοίκηση, νοικοκυριό, οικοκυρική, υπηρεσία καθαριότητας, οροφοκομίας, υπηρεσία οροφοκομίας