Λέξη: δεκαπέντε

Σχετικές λέξεις: δεκαπέντε

δεκαπέντε εσπερινοί, δεκαπέντε δεσμοφύλακες βασάνιζαν επί δυόμιση ώρες τον αλβανό φονιά, δεκαπέντε εντάλματα σύλληψης για την υπόθεση του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου, δεκαπέντε μάρτυρες, δεκαπέντε χιλιάδεσ και μία, δεκαπέντε σημειώσεισ στο πρόχειρο, δεκαπέντε γνωστοί ηθοποιοί στα συσσίτια του δήμου αθηναίων, δεκαπέντε γνωστοί ηθοποιοί τρώνε στα συσσίτια του δήμου αθηναίων, δεκαπέντε κλωστές δεμένες, δεκαπέντε παιδαγωγοί

Μεταφράσεις: δεκαπέντε

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fifteen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
quince, de quince, quince años, los quince, quince por
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fünfzehn, Viertel, von fünfzehn
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quinze, quinzaine, de quinze, quinzaine de, quinze ans
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quindici, quindici anni, quindicina, quindicina di, di quindici
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quinze, feroz, de quinze, quinze anos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vijftien, vijftiental, de vijftien, van vijftien
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пятнадцать, пятнадцати, пятнадцать лет
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
femten
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
femton, femtontal, femton år
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viisitoista, viidentoista, viiteentoista, viidessätoista, viidestätoista
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
femten
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
patnáct, patnácti
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mendel, piętnaście, piętnastu, piętnaście lat
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tizenöt, tizenötezer, másfél, tizenkettő
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
onbeş, on beş, beş
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
п'ятнадцять, п`ятнадцять
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pesëmbëdhjetë, në pesëmbëdhjetë, se pesëmbëdhjetë, prej pesëmbëdhjetë, pesembedhjete
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
петнадесет, петнайсет, на петнадесет, от петнадесет, петнадесет милиарда
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пятнаццаць, пятнадцать
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viisteist, viieteistkümne, viieteistkümnest, viieteist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
petnaest, petnaestak, od petnaest, petnaest godina
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fimmtán, í fimmtán, fimmtán ára, en fimmtán
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
quindecim
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
penkiolika, penkiolikos, per penkiolika, penkiolikai, penkiolikoje
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piecpadsmit
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
петнаесет, петнаесетина, петнаесет години, од петнаесет, петнаесетте
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cincisprezece, de cincisprezece, cincisprezece ani, sfert
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
petnajst, petnajstih, petnajstimi, v petnajstih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pätnásť, pätnástich
Τυχαίες λέξεις