Gotówkowy στα ελληνικά
Μετάφραση: gotówkowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρητά, χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Μεταφράσεις
- gotów στα ελληνικά - πανέτοιμος, έτοιμος, έτοιμη, έτοιμο, έτοιμοι, έτοιμα
- gotówka στα ελληνικά - χρήματα, λεφτά, μετρητά, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ...
- gołda στα ελληνικά - χρυσός, μάλαμα, Γκόλντα, Golda, η Golda, η Γκόλντα, της Golda
- gołoledź στα ελληνικά - γιαλίζω, γκλασάρω, στιλβώνω, λούστρο, γάνωμα
Τυχαίες λέξεις
Gotówkowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρητά, χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Μεταφράσεις: μετρητά, χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών