Λέξη: συζητώ

Σχετικές λέξεις: συζητώ

συζητώ στα αγγλικά, συζητώ συνώνυμα, συζητώ στα ισπανικά, συζητώ συνώνυμο

Συνώνυμα: συζητώ

κουβεντιάζω, διαπληκτίζομαι, φιλονικώ, αμφισβητώ, λογικεύομαι, κρίνω, ερευνώ, ψηφοθηρώ, ζητώ πελάτες, σχολιάζω, άδω

Μεταφράσεις: συζητώ

συζητώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discuss, descant, chat, argue, I discuss

συζητώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuestionar, discutir, debatir, hablar, examinar, analizar

συζητώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
diskussion, besprechen, bereden, debattieren, diskutieren, erörtern, zu diskutieren, zu besprechen

συζητώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
causer, parler, discutent, délibérer, discuter, agiter, discutez, traiter, débattre, disserter, converser, discourir, discutons, discuter de, examiner, discuter des, de discuter

συζητώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trattare, discutere, accordo, discutere di, parlare, discuterà

συζητώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
discutir, discriminação, discuta, debater, discutem, discussão

συζητώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
discuteren, bespreken, discussiëren, te bespreken, discussieer, praten

συζητώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смаковать, обсудить, дискутировать, дебатировать, переговорить, митинговать, переговаривать, обсуждать, обсуждения, обсудим, обсуждение

συζητώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
debattere, diskutere, drøfte, diskuterer, diskuter, snakke

συζητώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diskutera, avhandla, diskuterar, att diskutera, diskuteras

συζητώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käsitellä, pakista, pohtia, keskustella, sanailla, keskustelemaan, keskustelevat, keskustele

συζητώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
behandle, diskutere, drøfte, drøfter, diskuterer, at drøfte

συζητώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozhovor, jednat, rozprávět, diskutovat, rokovat, debatovat, hovořit, prohovořit, pojednávat, projednávat, prodiskutovat, diskutovat o, projednat

συζητώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedyskutować, podyskutować, dyskutować, omówić, roztrząsać, rozprawiać, omawiać, omówienia

συζητώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megvitassák, megvitatására, megvitatása, megvitatni, megvitatja

συζητώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
görüşmek, tartışmak, tartış, ele, tartışma

συζητώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смакувати, дискутуйте, обговорювати, обговорити, обговорюватимуть, обговорюватиме, обговорюватимемо

συζητώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kuvendoj, diskutoj, diskutuar, të diskutuar, diskutojnë, diskutojë

συζητώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обсъждам, обсъдят, обсъди, обсъдим, дискутирай

συζητώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абмяркоўваць

συζητώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arutlema, arutama, arutada, aruta, arutleda, arutamiseks

συζητώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasprava, diskutirati, rasprave, raspravljati, raspraviti, razgovarati, razgovarati o, raspravljati o

συζητώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ræða, að ræða, fjalla, rætt, fjalla um

συζητώ στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tracto, confero

συζητώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalbėti, aptarti, diskutuoti, aptaria, svarstyti, apsvarstyti

συζητώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārrunāt, iztirzāt, apspriest, diskutēt, apspriestu, pārrunātu

συζητώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разговараат, дискутираат, разговара, да дискутираат, разговараат за

συζητώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
discuta, discuta despre, discute, a discuta, a discuta despre

συζητώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
govoriti, razpravljali, razpravlja, razpravljati, razpravljajo, razpravljali o

συζητώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prerokúvať, diskutovať, rokovať, prejednávať, diskutovať o
Τυχαίες λέξεις