Gracować στα ελληνικά
Μετάφραση: gracować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαλίζω, σκαπάνη, τσαπί, σκαλιστήρι, hoe, αξίνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- graciarnia στα ελληνικά - ακατάστατο δωμάτιο
- gracja στα ελληνικά - χάρη, χάριτος, τη χάρη, χάρης, επιείκεια
- gracz στα ελληνικά - παίχτης, παίκτη, παίκτης, player, αναπαραγωγής
- grad στα ελληνικά - χαλαζοθύελλα, καταιγισμός, χαλάζι, φωνάξει, χαιρετίζουν, το χαλάζι, χαιρετούν
Τυχαίες λέξεις
Gracować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαλίζω, σκαπάνη, τσαπί, σκαλιστήρι, hoe, αξίνα
Μεταφράσεις: σκαλίζω, σκαπάνη, τσαπί, σκαλιστήρι, hoe, αξίνα