Λέξη: συμμορία

Σχετικές λέξεις: συμμορία

συμμορία εραστών, συμμορία των μάγων, συμμορία των τεσσάρων, συμμορία των δέκα, συμμορία των 11, συμμορία του ήλιου, συμμορία ετυμολογία, συμμορία των έντεκα, συμμορία εκτός ελέγχου, συμμορία με τα καλάσνικοφ

Συνώνυμα: συμμορία

σπείρα, όμιλος, δαχτυλίδι, δακτύλιος, δακτυλίδι, παλαίστρα, χαλκάς

Μεταφράσεις: συμμορία

συμμορία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mob, gang, gang of, a gang, the gang

συμμορία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
brigada, turba, banda, pandilla, cuadrilla, pandillas, grupo

συμμορία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
horde, meute, haufen, mob, clique, schar, bande, gruppe, rotte, pöbel, Bande, Gang, Gruppe, Banden

συμμορία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
foule, cohue, groupe, racaille, ensemble, populace, équipe, canaille, bande, compagnie, tierce, brigade, classe, masse, tourbe, gang, gangs, un gang

συμμορία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
turba, plebe, massa, banda, gruppo, banda di, bande, gang di

συμμορία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grupo, turma, cáfila, facção, bando, jogo, quadrilha, gangue, gangues

συμμορία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bende, schare, troep, gang, voudig, ploeg

συμμορία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смена, свора, орава, артель, сборище, гурьба, комплект, набор, группа, партия, сопряжение, ватага, стая, толпа, банда, плебс, банды, шайка, бригада, бандой

συμμορία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bande, pøbel, gjeng, gjengen, gang, kanal

συμμορία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
band, gäng, liga, gänget, gang

συμμορία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rikollisjengi, tungeksia, joukko, väkijoukko, liuta, rahvas, ihmisjoukko, tunkea, joukkio, kopla, sakki, jengi, jengin, osainen, gang, porukka

συμμορία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bande, Gang, Gruppesex, banden

συμμορία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dav, skupina, souprava, zástup, houf, oddíl, parta, chátra, četa, lůza, tlupa, gang, gangu, banda, gangů

συμμορία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
paczka, brygada, seria, motłoch, hałastra, zespół, pospólstwo, ekipa, gawiedź, gang, banda, szajka, tłum, grupa, Seks, gangu

συμμορία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
munkásbrigád, szerszámsorozat, szerszámkészlet, bivalycsorda, munkáscsapat, gengszterbanda, banda, gang, bandát, a banda

συμμορία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çete, takım, çetesi, gang, çetesinin, çetenin

συμμορία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бригада, мол., слід, комплект, зграя, рови, набір, набирання, банда, банду

συμμορία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bandë, bandës, Banda, grup, bandës së

συμμορία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тълпа, шайка, банда, бандата, група, групово

συμμορία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
банда, банду, хэўра

συμμορία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
töölissalk, haldusinfobaas, jõuk, kamp, rahvasumm, bande, gang, jõugu, kampa

συμμορία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
banda, rulja, nagrnuti, čestica, skup, udruženje, bande, gang, bandi, družina

συμμορία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Gang, klíka, rása, faldur

συμμορία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
turba, vulgus

συμμορία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gauja, banda, Gang, gaujos, gaujų

συμμορία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kliķe, banda, gang, bandas, bandu

συμμορία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
банда, бандите, бандата, банди, на банди

συμμορία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bandă, gasca, bande, gașca, bandei

συμμορία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
banda, dav, gang, tolpa, tolpe, banda je

συμμορία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
banda, gang, parta, dav, gangu

Στατιστικά δημοτικότητας: συμμορία

Τυχαίες λέξεις