Λέξη: εντύπωση

Σχετικές λέξεις: εντύπωση

εντύπωση ετυμολογια, αλγεινή εντύπωση, εντύπωση αγγλικά, εντύπωση meaning, εντύπωση ανατολή ηλίου, εντύπωση συνώνυμα, εντύπωση λάρισα, λάθος εντύπωση-φωτοβολίδα, λάθος εντύπωση, πρώτη εντύπωση

Συνώνυμα: εντύπωση

αποτέλεσμα, επίδραση, δράση, ενέργεια, πράξη, αίσθηση, εκτύπωση, τύπωμα

Μεταφράσεις: εντύπωση

εντύπωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impression, effect, impression of, feeling

εντύπωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impresión, efecto, impresión de, la impresión, de impresión, sensación

εντύπωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abdruck, gedanke, eindruck, idee, wirkung, Eindruck, Abdruck, impression

εντύπωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
effet, imprimé, impression, empreinte, marque, frappe, cachet, presse, notion, l'impression

εντύπωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stampa, orma, impronta, impressione, un'impressione, impressione di

εντύπωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
efeito, imprima, sensação, impressão, gravar, impressão de, impression, visão, impression O

εντύπωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afdruk, impressie, spoor, effect, belichting, indruk, impression, beeld, indruk te

εντύπωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
допечатка, печатание, перепечатка, впечатление, издание, фон, оттиск, тиснение, печать, отпечаток, б, впечатления, ощущение б

εντύπωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avtrykk, opplag, inntrykk, inntrykket, inntrykk av, impression

εντύπωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
märke, intryck, intrycket, intryck av

εντύπωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
painautuma, jälki, leima, vaikutelma, painatus, vaikutus, painos, usko, vaikutelman, vaikutelmaa

εντύπωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indtryk, indtryk af, impression

εντύπωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otištění, dojem, účinek, vliv, efekt, úhoz, ráz, otisk, tisk, impression, dojmu

εντύπωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
piętno, odgniecenie, wydanie, druk, wrażenie, nakład, impresja, odcisk, odbicie, wycisk, impression

εντύπωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
benyomás, utánnyomás, nyomtatás, benyomást, benyomásom, benyomása

εντύπωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etki, basım, izlenim, baskı, gösterim, izlenimi, bir izlenim

εντύπωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
запам'ятовувати, вразити, уражати, печатку, тавро, враження

εντύπωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ide, mbresë, përshtypje, përshtypja, përshtypja e, përshtypje të, përshtypje e

εντύπωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
впечатление, импресия, впечатлението, отпечатък

εντύπωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўражанне, уражанне, ўражаньне

εντύπωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mulje, trükk, kujutis, muljet, tunne

εντύπωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utisak, dojam, pojavljivanja, pojavljivanje, je dojam

εντύπωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
far, birtingin, sýn, kynna, birting

εντύπωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įspūdis, įspūdį, įspūdžio

εντύπωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iespaids, iespaidu, iespaidā

εντύπωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
впечаток, впечатокот, импресија

εντύπωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
impresie, impresii, impresia, imagine, impresie de

εντύπωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vtis, vtisa, vtisu

εντύπωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dojem, pocit
Τυχαίες λέξεις