Gromadzenie στα ελληνικά
Μετάφραση: gromadzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περισυλλέγω, μαζεύω, μαζεύομαι, αποθήκευση, συγκεντρώνομαι, υποθάλπω, σιγοβράζω, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gromadka στα ελληνικά - σύμπλεγμα, συστοιχία, συστάδα, συμπλέγματος, διασποράς, cluster
- gromadny στα ελληνικά - άρθρωση, γόμφος, κοψίδι, κοινός, αγελαίος, gregarious, αγελαίο, ...
- gromadzić στα ελληνικά - συναρμολογώ, ανάχωμα, προστίθεμαι, μαζικός, αποθησαυρίζω, κομπόδεμα, πύλη, ...
- gromić στα ελληνικά - κατατρόπωση, ήττα, πανωλεθρία, φυγή, κατατρόπωσης
Τυχαίες λέξεις
Gromadzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περισυλλέγω, μαζεύω, μαζεύομαι, αποθήκευση, συγκεντρώνομαι, υποθάλπω, σιγοβράζω, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
Μεταφράσεις: περισυλλέγω, μαζεύω, μαζεύομαι, αποθήκευση, συγκεντρώνομαι, υποθάλπω, σιγοβράζω, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης