Grzechotać στα ελληνικά
Μετάφραση: grzechotać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κροταλίζω, κουδουνίζω, τραντάζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, κουδουνίστρες
Μεταφράσεις
- grzech στα ελληνικά - αμαρτία, αμαρτάνω, αμαρτίας, την αμαρτία, η αμαρτία, αμάρτημα
- grzechot στα ελληνικά - θρόισμα, κροταλίζω, τραντάζω, κουδουνίζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, ...
- grzechotka στα ελληνικά - κουδουνίζω, τραντάζω, εγκάθετος, κροταλίζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, ...
- grzechotnik στα ελληνικά - κροταλία, κροταλίας, Rattlesnake, κροταλιών, του κροταλία
Τυχαίες λέξεις
Grzechotać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κροταλίζω, κουδουνίζω, τραντάζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, κουδουνίστρες
Μεταφράσεις: κροταλίζω, κουδουνίζω, τραντάζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, κουδουνίστρες