Λέξη: σχηματίζω

Σχετικές λέξεις: σχηματίζω

σχηματίζω συνώνυμα, σχηματίζω γνώμη, σχηματίζω εικόνα, σχηματίζω άποψη, σχηματίζω μετάφραση

Συνώνυμα: σχηματίζω

διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ, πλάθω, μουχλιάζω, σχεδιάζω, πλαισιώ, πλαισιώνω, κορνιζάρω, ραδιουργώ

Μεταφράσεις: σχηματίζω

σχηματίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shape, fashion, mold

σχηματίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amoldar, moda, contorno, horma, modo, uso, configurar, forma, molde, moho, del molde, molde de, de molde

σχηματίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gestalt, weise, profilteil, formen, form, fasson, art, gebilde, mode, gestalten, Schimmel, Form

σχηματίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
figure, modelage, façonnent, usage, effigie, genre, mode, moule, façonnons, habitude, former, façonner, pétrir, forme, style, pratique, moisissure, moisissures, moulage, moules

σχηματίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
foggiare, forma, formare, contorno, maniera, modo, figura, moda, voga, plasmare, foggia, veste, muffa, stampo, la muffa, stampo di

σχηματίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
modelar, forma, jeito, rasa, maneira, feitio, fascinante, plasmar, costume, moda, molde, mofo, do molde, molde de, de molde

σχηματίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
formeren, omtrek, gedaante, mode, aangaan, vormen, manier, vorm, modus, wijze, wijs, trant, schimmel, mal, gietvorm, matrijs

σχηματίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
образ, до, складываться, формовать, физиономия, фасонировать, формироваться, манера, выделывать, мода, фигура, моделировать, деформироваться, составляться, форма, бланк, плесень, плесени, прессформы

σχηματίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
måte, fasong, mote, form, figur, skikkelse, mold, mugg, formen, mould

σχηματίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
form, fason, dana, gestalt, mode, mögel, formen, gjutformen, mold

σχηματίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muoto, muokata, muoti, muodostaa, kyhätä, hahmo, tapa, työstää, muovata, kuosi, muotoilla, muotti, multa, muotin, hometta, multaa

σχηματίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mode, måde, form, facon, skimmel, mug, Skimmelsvamp, formen, støber

σχηματίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zvyk, kadlub, postava, utvořit, podoba, tvořit, móda, zformovat, formovat, způsob, obrábět, vytvarovat, druh, návyk, utvářet, ztvárnit, forma, plíseň, formy, forem, plísně

σχηματίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fason, kształtować, wykształcić, zwyczaj, kondycja, zarys, wystrugać, kształtowanie, obraz, wykończać, forma, ukształtować, polatać, połatać, wygląd, urabiać, pleśń, foremka, czarnoziem, formy

σχηματίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alakvas, idomok, szelvényvas, sablon, jelenés, öntőforma, forma, penész, szerszám, formát

σχηματίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalıp, biçim, tarz, şekil, usul, moda, küf, kalıbı, kalıbın

σχηματίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фасон, складатися, спосіб, модний, стиль, мода, форма, болванка, цвіль, пліснява, плісняву, плесень

σχηματίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mënyrë, moda, myk, e myk, tokë e pasur, humus

σχηματίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мода, фигура, мухъл, плесен, форма, плесени, матрица

σχηματίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цвіль

σχηματίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
komme, kujundama, vorm, laad, kujund, hallitus, hallituse, hallitust, mold, valuvormi

σχηματίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obris, lik, položaj, modna, stanje, modne, modu, obliku, moda, stil, podesiti, forma, kalup, plijesan, plijesni, kalupa, kalup za

σχηματίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mold, mygla, mót

σχηματίζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vultus, forma

σχηματίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
būdas, maniera, stilius, mada, pelėsiai, pelėsių, liejimo, formų, formoms

σχηματίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maniere, paņēmiens, veids, pelējums, pelējuma, veidņu, pelējumu, veidni

σχηματίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мувла, калапот, калап, мувлата, на мувла

σχηματίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
modă, formă, mod, mucegai, matriță, de mucegai, matriței

σχηματίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
móda, moda, plesni, plesen, mold, kalup, mould

σχηματίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tvar, forma, formu, formy
Τυχαίες λέξεις