Hartować στα ελληνικά
Μετάφραση: hartować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριάζω, σβήνω, διάθεση, σκληραίνω, οργή, τραχύνομαι, σκληρύνομαι, τραχύνω, σκληρύνω, σκληρύνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hart στα ελληνικά - σθένος, καρτερία, το σθένος, fortitude, ψυχικό σθένος
- hartowanie στα ελληνικά - οργή, σκληραίνω, μετριάζω, διάθεση, σκλήρυνση, σκλήρυνσης, τη σκλήρυνση, ...
- hartowność στα ελληνικά - ιδιοσυγκρασία, την ψυχραιμία, ψυχραιμία
- harówka στα ελληνικά - αδελφή, αγγαρεία, κόπος, μόχθος, τσιγάρο, αλέθω, άλεσμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Hartować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριάζω, σβήνω, διάθεση, σκληραίνω, οργή, τραχύνομαι, σκληρύνομαι, τραχύνω, σκληρύνω, σκληρύνει
Μεταφράσεις: μετριάζω, σβήνω, διάθεση, σκληραίνω, οργή, τραχύνομαι, σκληρύνομαι, τραχύνω, σκληρύνω, σκληρύνει