Λέξη: τρανζίστορ

Σχετικές λέξεις: τρανζίστορ

τρανζίστορ μοναστηράκι, τρανζίστορ επίδρασης πεδίου, τρανζίστορ ισχύος, τρανζίστορ npn, τρανζίστορ ψυρρή, τρανζίστορ σαν διακόπτης, τρανζίστορ αθήνα, τρανζίστορ ιωαννινα, τρανζίστορ ως ενισχυτής, τρανζίστορ ιωαννινα τηλεφωνο

Συνώνυμα: τρανζίστορ

κρυσταλλολυχνία

Μεταφράσεις: τρανζίστορ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
transistor, transistors, the transistor
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
transistor, transistor de, transistores, el transistor, del transistor
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
transistor, Transistor, Transistors
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
transistor, transistors, le transistor, transistor à, transistor de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
transistor, transistore, transistore di, a transistor, transistor di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
transistor, transístor, transistor de, transistores, do transistor
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
transistor, tor, de transistor, transistorradio
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
транзистор, полупроводник, транзистора, транзисторный, транзисторов
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
transistor, transistoren
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
transistor, transistorn, transistorns
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
transistori, transistorin, transistorien
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
transistor, transistoren
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tranzistor, tranzistoru, tranzistorový, tranzistorovým, s tranzistorovým
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tranzystor, tranzystorowy, tranzystora, tranzystorowe, tranzystorów
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tranzisztoros, tranzisztor, tranzisztort, tranzisztoron, tranzisztorok
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
transistor, transistör, transistörü, transistörlü, transistörün
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
транзистор, транзистора
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tranzitor, transistori, transistor, tranzitor të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
транзистор, транзистора, транзисторен, транзисторни
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
транзістар
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
transistor, transistori, transistoride, transistoril
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poluvodič, tranzistor, tranzistora, tranzistor s, transistor, tranzistorski
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
smári
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tranzistorius, transistor, tranzistoriniai, tranzistoriaus, tranzistorių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tranzistors, transistor, tranzistoru, tranzistora
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
транзистор, транзисторот, транзистори, транзисторски, транзисторите
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tranzistor, tranzistorului, tranzistorul, tranzistor de, de tranzistor
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tranzistor, transistor, tranzistorski, tranzistorjev, tranzistorja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tranzistorový, tranzistor, tranzistora, tranzistory

Στατιστικά δημοτικότητας: τρανζίστορ

Τυχαίες λέξεις