Imponujący στα ελληνικά

Μετάφραση: imponujący, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγάλος, λαμπρός, σπουδαίος, εντυπωσιακός, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή, εντυπωσιακά, εντυπωσιακές
Imponujący στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • imponowanie στα ελληνικά - εντυπωσιάζοντας, εντυπωσιάζει, εντυπωσιακή, εντυπωσιάζοντας τους, εντυπωσιασμό
  • imponować στα ελληνικά - επιβάλλω, εντυπωσιάζω, εντυπωσιάσουν, εντυπωσιάσει, εντυπωσιάζουν, εντυπωσιάσετε, εντυπωσιάζει
  • import στα ελληνικά - εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
  • importer στα ελληνικά - εισαγωγέας, εισαγωγέα, ο εισαγωγέας, του εισαγωγέα, τον εισαγωγέα
Τυχαίες λέξεις
Imponujący στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγάλος, λαμπρός, σπουδαίος, εντυπωσιακός, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή, εντυπωσιακά, εντυπωσιακές