Λέξη: φτάρνισμα

Σχετικές λέξεις: φτάρνισμα

αλλεργικό φτάρνισμα, φτέρνισμα και εγκυμοσύνη, εμβρυικό φτάρνισμα, γάτα φτέρνισμα, φτάρνισμα ή φτέρνισμα, φτάρνισμα σκύλου

Συνώνυμα: φτάρνισμα

πτάρνισμα

Μεταφράσεις: φτάρνισμα

φτάρνισμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sneeze, sneezing, sneezes, a sneeze

φτάρνισμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estornudo, estornudar, estornude, estornudos, estornuda

φτάρνισμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
niesen, schnupfen, niest, zu niesen

φτάρνισμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éternuent, sternutation, ébrouement, éternuement, éternuez, éternuer, éternuons, d'éternuer, éternuements

φτάρνισμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
starnutare, starnutire, starnuto, fiutare tabacco, starnuti, sneeze

φτάρνισμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espirrar, espirro, sneeze, espirra, espirram

φτάρνισμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
proesten, niesen, niezen, niest, niesgeluid, snuiven, sneeze

φτάρνισμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чих, чиханье, чихать, чихнуть, чихании, чихаете, чихают

φτάρνισμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nyse, nys, nyser, snuse, sneeze

φτάρνισμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nysa, nyser, Nysning, nysar, nys

φτάρνισμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pärskiä, aivastaa, aivastus, aivasta, sneeze, aivasta puserosi

φτάρνισμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nyse, nyser, nys, at nyse, sneeze

φτάρνισμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kýchání, kýchnout, kýchat, kýchnutí, kýcháte

φτάρνισμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
katar, kichać, kichnięcie, czkać, kichanie, kichania, kichnąć

φτάρνισμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tüsszentés, tüsszent, tüsszentsen, tüsszentenek

φτάρνισμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aksırmak, hapşırmak, hapşırma, hapşırık, hapşırırken, aksırık

φτάρνισμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чхання, чхати, начхати

φτάρνισμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
teshtij, teshtini, të teshtij, teshtimë, teshtisni

φτάρνισμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кихане, кихам, киха, кихат, кихате

φτάρνισμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чхаць, чмыхаць, прымусіць чмыхаць

φτάρνισμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aevastama, aevastus, aevastate, aevastamist, aevastada

φτάρνισμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kihati, kihanje, kihnuti, kihanja, kišite

φτάρνισμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hnerra, sneeze, hnerrar, og hnerra

φτάρνισμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čiaudėti, čiaudulys, čiaudėjate, čiaudint, čiaudėjimas

φτάρνισμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķavas, šķaudīt, smēķēt, šķaudāt, šķaudīšanas

φτάρνισμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кивавица, кивнете, кивате, киваат

φτάρνισμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
strănut, stranut, strănutați, stranuta, trage pe nas

φτάρνισμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kihati, kihanje, kihanjem, Kuhati, kihnil, kihniti

φτάρνισμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kýchnutí, kýchnuť, kýchnout
Τυχαίες λέξεις