Incydent στα ελληνικά

Μετάφραση: incydent, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστατικό, επεισόδιο, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού
Incydent στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inauguracyjny στα ελληνικά - εναρκτήριος, εναρκτήρια, την εναρκτήρια, εναρκτήριο, εναρκτήριας
  • inaugurować στα ελληνικά - ανοίγω, εγκαινιάζω, ανοικτός, ανοιχτός, εγκαινιάσει, εγκαινιάσουμε, εγκαινιάζουμε, ...
  • incydentalny στα ελληνικά - τυχαίες, παρεπόμενες, παρεμπιπτόντως, παρεμπίπτοντα, παρεπόμενα
  • ind στα ελληνικά - ίνδιο, ινδίου, του ινδίου, το ίνδιο, ινδίου που
Τυχαίες λέξεις
Incydent στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστατικό, επεισόδιο, συμβάν, συμβάντος, περιστατικού