Λέξη: φυλαχτό
Σχετικές λέξεις: φυλαχτό
φυλαχτό translation, φυλαχτό αυτοκινήτου, το φυλαχτό, φυλαχτό για νεογέννητα, φυλαχτό ονειροκρίτης, φυλαχτό να τη φυλάει, φυλαχτό στα αγγλικα, φυλαχτό για το μάτι, φυλαχτό μετάφραση, φυλαχτό english
Συνώνυμα: φυλαχτό
γοητεία, γούρι, θέλγητρο, φυλακτό, ένορκος
Μεταφράσεις: φυλαχτό
φυλαχτό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amulet, talisman, charm, a talisman, an amulet
φυλαχτό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
talismán, amuleto, talisman, talismán de, el talismán
φυλαχτό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
talisman, amulett, Talisman, Glücksbringer, Talismans
φυλαχτό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amulette, talisman, de Talisman, société Talisman, un talisman
φυλαχτό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
amuleto, talismano, talisman, il talismano, talismani
φυλαχτό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amuleto, talismã, figa, talisman, talismã de, talismã do
φυλαχτό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amulet, talisman, van Talisman, amulet van
φυλαχτό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
амулет, талисман, ладанка, талисманом, Talisman, талисмана
φυλαχτό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
talisman, talismanen, talisman for, Talismans, av Talisman
φυλαχτό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amulett, talisman, talismanen
φυλαχτό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
amuletti, talismaani, Talisman, taikakalu, talismaanin
φυλαχτό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
talisman, af Talisman, Talismanen
φυλαχτό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
amulet, talisman, talismanem, talismanu
φυλαχτό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
amulet, talizman, talizmanem, talisman, talizmanu
φυλαχτό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
talizmán, Talisman, talizmánt, A Talisman
φυλαχτό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
muska, nazarlık, tılsım, talisman, tılsımı, bir tılsım, tılsımdır
φυλαχτό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
амулет, талісман, талисман
φυλαχτό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hajmali, hajmali e, talisman
φυλαχτό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
талисман, талисмана, талисмани, талисманът
φυλαχτό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
талісман
φυλαχτό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
amulett, talisman, talismani, kasutab Talisman, talismanina
φυλαχτό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
amajlija, talisman
φυλαχτό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Talisman
φυλαχτό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
talismanas, talismanu, talisman, Amulet
φυλαχτό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
talismans, talismanu
φυλαχτό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
талисман
φυλαχτό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
talisman, talismanul, talisman de, de talisman, talismane
φυλαχτό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
amulet, talisman
φυλαχτό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
amulet, talizman, talisman
Τυχαίες λέξεις