Λέξη: αλλοιώνω
Σχετικές λέξεις: αλλοιώνω
αλλοιώνω συνώνυμο, αλλοιώνω μεταφραση, αλλοιώνω english, αλλοιώνω συνώνυμα
Συνώνυμα: αλλοιώνω
αλλάζω, αλλάσσω, μεταβάλλω, μετασχηματίζω
Μεταφράσεις: αλλοιώνω
αλλοιώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adulterate, corrupt, tamper, alloiono
αλλοιώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pervertir, estragar, adulterar, alloiono
αλλοιώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestechen, korrupt, verdorben, pfeifenstopfer, bestechlich, verfault, alloiono
αλλοιώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tarer, trafiquer, falsifier, remuer, truquer, frelater, gâter, adultèrent, corrompre, adultérer, suborner, corrompu, contaminer, abîmer, débiffer, vénal, alloiono
αλλοιώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adulterare, alloiono
αλλοιώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adulterar, corromper, alloiono
αλλοιώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bederven, alloiono
αλλοιώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фальсифицировать, подделывать, подкупать, подделать, растленный, портить, развратить, недостоверный, коррумпированный, развращаться, подмешивать, подкупить, разлагаться, подработать, развращенный, подкупной, alloiono
αλλοιώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestikke, forfalske, alloiono
αλλοιώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förfalska, alloiono
αλλοιώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juntta, laimentaa, survin, turmeltunut, pilata, mätä, jatkaa, lahjoa, alloiono
αλλοιώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
alloiono
αλλοιώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zkazit, zfalšovat, míchat, podplácet, prodejný, narušit, zkomolit, podplatit, úplatkářský, falšovat, nakazit, úplatný, alloiono
αλλοιώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sfałszować, skazić, sprzedajny, zepsuty, korumpować, fałszować, zafałszować, oszukiwać, psuć, skorumpować, ruszać, wtrącać, babrać, podrabiać, zepsuć, alloiono
αλλοιώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
korrupt, alloiono
αλλοιώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alloiono
αλλοιώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фальшувати, підкупити, розбестити, підробити, підроблятися, підробляти, домісіть, недостовірний, зворушувати, alloiono
αλλοιώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
alloiono
αλλοιώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
alloiono
αλλοιώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
alloiono
αλλοιώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tampija, paheline, korrumpeerunud, jändama, lahjendama, rikkuma, näppima, alloiono
αλλοιώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podmitljiv, pokvaren, falsificirati, nečist, pokvariti, podmićivati, podmititi, alloiono
αλλοιώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afbaka, alloiono
αλλοιώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alloiono
αλλοιώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
alloiono
αλλοιώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
alloiono
αλλοιώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alloiono
αλλοιώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pokvarjen, alloiono
αλλοιώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
valný, úplatný, alloiono
Τυχαίες λέξεις