Infiltracja στα ελληνικά
Μετάφραση: infiltracja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμβιβασμός, συμβιβάζω, διακυβεύω, διείσδυση, διήθηση, διείσδυσης, η διήθηση, ενδοδιήθηση
Μεταφράσεις
- infekcyjny στα ελληνικά - κολλητικός, μολυσματικός, μολυσματικών, λοιμώδη, λοιμωδών, μολυσματικές
- infekować στα ελληνικά - μολύνω, μολύνουν, μολύνει, να μολύνει, να μολύνουν, προσβάλλουν
- infiltrować στα ελληνικά - εισχωρώ, διεισδύουν, διεισδύσει, διεισδύσουν, διείσδυση, διηθούν
- infirmeria στα ελληνικά - ιατρείο, θεραπευτήριο, νοσοκομείο, θεραπευτήρια, αναρρωτήριο
Τυχαίες λέξεις
Infiltracja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμβιβασμός, συμβιβάζω, διακυβεύω, διείσδυση, διήθηση, διείσδυσης, η διήθηση, ενδοδιήθηση
Μεταφράσεις: συμβιβασμός, συμβιβάζω, διακυβεύω, διείσδυση, διήθηση, διείσδυσης, η διήθηση, ενδοδιήθηση