Instalować στα ελληνικά
Μετάφραση: instalować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορτίζω, γεμίζω, κανονίζω, σταθμίζω, ζαλίκι, εγκαθίσταμαι, εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήστε, την εγκατάσταση, εγκαταστήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- instalatorstwo στα ελληνικά - Instalatorstwo
- instalowanie στα ελληνικά - Εγκατάσταση, Τοποθέτηση, Εγκατάσταση του, Η εγκατάσταση, την εγκατάσταση
- instancja στα ελληνικά - κύρος, εξουσία, περίπτωση, αυθεντία, παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι
- instrukcja στα ελληνικά - δήλωση, κατάσταση, εγχειρίδιο, εντολή, οδηγία, οδηγίες, οδηγιών, ...
Τυχαίες λέξεις
Instalować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορτίζω, γεμίζω, κανονίζω, σταθμίζω, ζαλίκι, εγκαθίσταμαι, εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήστε, την εγκατάσταση, εγκαταστήσει
Μεταφράσεις: φορτίζω, γεμίζω, κανονίζω, σταθμίζω, ζαλίκι, εγκαθίσταμαι, εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήστε, την εγκατάσταση, εγκαταστήσει