Λέξη: χειράμαξα
Συνώνυμα: χειράμαξα
μεταφέρω διά κάρου, κάρο, καροτσάκι, όχημα ορυχείου, χειραμάξιο
Μεταφράσεις: χειράμαξα
χειράμαξα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cart, wheelbarrow, barrow, handtruck, rickshas
χειράμαξα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carretilla, carro, carreta, la carretilla, carretilla de, carretillas, carretilla de mano
χειράμαξα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einkaufswagen, leiterwagen, karren, wagen, karte, Schubkarre, Schubkarren, wheelbarrow, Karren, der Schubkarre
χειράμαξα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
banne, charrette, voiturette, char, carriole, guimbarde, voiture, chariot, brouette, brouette Prix, la brouette, brouettes
χειράμαξα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
carretta, carretto, barroccio, carriola, la carriola, wheelbarrow
χειράμαξα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carro, carroça, caminhão, carrinho de mão, wheelbarrow, o wheelbarrow, carro de mão
χειράμαξα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wagen, karretje, kar, handkar, kruiwagen, aankoopkruiwagen, de kruiwagen, krui wagen, aankoopkruiwagen Prijs
χειράμαξα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подвода, тачанка, повозка, телега, тележка, карт, двуколка, воз, тачка, тачку, тачки, тачке, тачкой
χειράμαξα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjerre, vogn, trillebår, wheelbarrow, trillebåren, trillebør, trillebøren
χειράμαξα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kärra, vagn, skottkärra, skottkärran
χειράμαξα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärryt, kärry, raahata, kottikärryt, wheelbarrow, kottikärryillä, wheelbarrowkuva, työntökärryn
χειράμαξα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kærre, trillebør, trillebøren
χειράμαξα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vůz, kára, vozík, kolečko, trakař, wheelbarrow, kolečko s
χειράμαξα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fura, zaprzęg, powóz, koszyk, furmanka, wóz, wózek, taczki, wheelbarrow, taczka, taczkę
χειράμαξα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szekér, kézikocsi, talicska, talicskát, wheelbarrow, talicskáját
χειράμαξα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
araba, el arabası, arabası, wheelbarrow, bir el arabası
χειράμαξα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перевозити, перевезти, віз, тачка
χειράμαξα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
karrocë dore, karrocë, karrocën
χειράμαξα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръчна количка, количка, количката
χειράμαξα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тачка, тачку
χειράμαξα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käru, vedama, käsikäru, wheelbarrow, Kohta kärryt, kärryt
χειράμαξα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kola, dvokolice, kolica, tačke, kolica s jednim kotačem, ručna kolica
χειράμαξα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjólbörur
χειράμαξα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
currus
χειράμαξα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vežimas, vežti, karutis, wheelbarrow, Taczki, Ķerra, vienratis
χειράμαξα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
divriči, rati, ķerra, Wheelbarrow
χειράμαξα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
количка, рачна количка, количка за, на количка
χειράμαξα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
car, roabă, roaba, wheelbarrow, roabă de
χειράμαξα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vozit, voz, samokolnico, samokolnica, wheelbarrow
χειράμαξα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
voziť, výz, koliesko, kolečko, fúrik, koliečko
Τυχαίες λέξεις