Instrumentarium στα ελληνικά

Μετάφραση: instrumentarium, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορχήστρα, οργάνων, όργανα, των οργάνων, όργανα μέτρησης, όργανο
Instrumentarium στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • instrumentalnie στα ελληνικά - εργαλειακά, ενόργανη, βοήθεια οργάνων, με ενόργανη, instrumentally
  • instrumentalny στα ελληνικά - instrumental, καθοριστικής, οργανική, ρόλο, καθοριστική
  • instrumentować στα ελληνικά - ψάρι, ενορχηστρώνω, ενορχηστρώσει, ενορχηστρώνουν, ενορχηστρώνει
  • instruowanie στα ελληνικά - εντολή, οδηγία, οδηγίες, οδηγιών, διδασκαλίας
Τυχαίες λέξεις
Instrumentarium στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορχήστρα, οργάνων, όργανα, των οργάνων, όργανα μέτρησης, όργανο