Intensywnie στα ελληνικά
Μετάφραση: intensywnie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτακτικός, εντατικός, άσχημα, κακά, εντατικά, έντονα, εντατική, εντατικής, εντατικότερα
Μεταφράσεις
- intensyfikacja στα ελληνικά - επαύξηση, εντατικοποίηση, επίταση, εντατικοποίησης, η εντατικοποίηση, την εντατικοποίηση
- intensyfikować στα ελληνικά - εντείνουν, εντείνει, εντατικοποίηση, να εντείνει, να εντείνουν
- intensywność στα ελληνικά - ένταση, έντασης, ένταση της, την ένταση, η ένταση
- intensywny στα ελληνικά - βαρύς, επιτακτικός, εντατικός, βαθύς, έντονος, δυνατός, έντονη, ...
Τυχαίες λέξεις
Intensywnie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτακτικός, εντατικός, άσχημα, κακά, εντατικά, έντονα, εντατική, εντατικής, εντατικότερα
Μεταφράσεις: επιτακτικός, εντατικός, άσχημα, κακά, εντατικά, έντονα, εντατική, εντατικής, εντατικότερα