Iskrzyć στα ελληνικά
Μετάφραση: iskrzyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάπτω, διεγείρω, ανάβω, απαστράπτω, λάμπω, λάμψη, σπινθήρισμα, sparkle, σπινθηρίσματος
Μεταφράσεις
- iskrownik στα ελληνικά - μανιατό, σπινθηροπαραγωγός, μαγνήτο, μαγνητο, μαγ νητο
- iskrzenie στα ελληνικά - λάμψη, σπινθηροβόλος, σπιθίζω, λαμπερός, απαστράπτω, λάμπω, σπινθήρισμα, ...
- istnienie στα ελληνικά - όν, ύπαρξη, ύπαρξης, υπάρξεως, ύπαρξή, την ύπαρξη
- istnieć στα ελληνικά - βρίσκομαι, ζω, είμαι, διανύω, υπάρχω, υπάρχουν, υπάρχει, ...
Τυχαίες λέξεις
Iskrzyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάπτω, διεγείρω, ανάβω, απαστράπτω, λάμπω, λάμψη, σπινθήρισμα, sparkle, σπινθηρίσματος
Μεταφράσεις: εξάπτω, διεγείρω, ανάβω, απαστράπτω, λάμπω, λάμψη, σπινθήρισμα, sparkle, σπινθηρίσματος