Jednoosobowy στα ελληνικά
Μετάφραση: jednoosobowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανύπαντρος, μονόκλινος, μόνος, μονός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Μεταφράσεις
- anarchizm στα ελληνικά - παραζάλη, κυκεώνας, σύγχυση, αναρχισμός, αναρχισμού, αναρχισμό, ο αναρχισμός, ...
- figowiec στα ελληνικά - σύκα, συκιά, συκιάς
- guwernerski στα ελληνικά - φροντιστήριο, σεμινάριο, tutorial, εκμάθησης, το σεμινάριο
Τυχαίες λέξεις
Jednoosobowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανύπαντρος, μονόκλινος, μόνος, μονός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Μεταφράσεις: ανύπαντρος, μονόκλινος, μόνος, μονός, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας