Λέξη: πονοκέφαλος

Σχετικές λέξεις: πονοκέφαλος

πονοκέφαλος ιγμορείων, πονοκέφαλος αίτια, πονοκέφαλος και πίεση, πονοκέφαλος και περίοδος, πονοκέφαλος μετά από ποτό, πονοκέφαλος τάσης, πονοκέφαλος στην εγκυμοσύνη, πονοκέφαλος και ζαλάδα, πονοκέφαλος πίεση, πονοκέφαλος βότανα

Συνώνυμα: πονοκέφαλος

πονοκέφαλο, πονοκέφαλος από μεθύσι, επακόλουθο μέθης, κεφαλόπονος

Μεταφράσεις: πονοκέφαλος

πονοκέφαλος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
headache, headaches, a headache

πονοκέφαλος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
preocupación, dolor de cabeza, cefalea, cabeza, dolores de cabeza, de cabeza

πονοκέφαλος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kopfschmerz, sorge, kopfweh, brummschädel, Kopfschmerzen, Kopfschmerz, Kopfweh

πονοκέφαλος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ennui, souci, inquiétude, névralgie, mal de tête, maux de tête, céphalées, des maux de tête, les maux de tête

πονοκέφαλος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
preoccupazione, cruccio, grattacapo, mal di testa, cefalea, emicrania, mal, l'emicrania

πονοκέφαλος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dor de cabeça, cefaléia, dores de cabeça, cefaleia, cefaleias

πονοκέφαλος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoofdpijn, hoofd pijn

πονοκέφαλος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помеха, неприятность, забота, головная боль, головной боли, головной болью, головные боли, головную боль

πονοκέφαλος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bekymring, hodepine, hodepinen

πονοκέφαλος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oro, sorg, huvudvärk, huvudvärken

πονοκέφαλος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päänsärky, huoli, päänsärkyä, päänsäryn

πονοκέφαλος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hovedpine

πονοκέφαλος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
starost, bolest hlavy, bolesti hlavy, hlavy, bolení hlavy, bolestí hlavy

πονοκέφαλος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmartwienie, ból głowy, bóle głowy, głowy, ból, bólu głowy

πονοκέφαλος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fejfájás, fejfájást, a fejfájás, fejfájással

πονοκέφαλος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tasa, üzüntü, kaygı, endişe, baş ağrısı, başağrısı, baş, ağrısı, baş ağrısıdır

πονοκέφαλος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикрощі, прикрість, неприємність, завада, головний біль, біль голови

πονοκέφαλος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dhimbje koke, koke, dhimbje koke të, dhimbje koke e, kokëçarje

πονοκέφαλος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
главоболие, главоболието

πονοκέφαλος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галаўны, галаўная

πονοκέφαλος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peavalu

πονοκέφαλος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glavobolju, glavobolja, glavobolje

πονοκέφαλος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höfuðverkur, höfuðverk

πονοκέφαλος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
galvos skausmas, galvos, skausmas, galvos skausmą

πονοκέφαλος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galvassāpes, galvassāpēm, galvas sāpes

πονοκέφαλος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
главоболка, главоболката, главоболки

πονοκέφαλος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
grijă, durere de cap, dureri de cap, cefalee, cefaleea, cap

πονοκέφαλος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
glavobol, glavobola, glavobolu

πονοκέφαλος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hlavolam, bolesť, bolesti

Στατιστικά δημοτικότητας: πονοκέφαλος

Τυχαίες λέξεις