Już στα ελληνικά

Μετάφραση: już, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήδη, ωστόσο, ακόμα, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη
Już στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arcybiskupstwo στα ελληνικά - αρχιεπίσκοπη, αρχιεπισκοπή, αρχιεπισκοπής, Ιεράς Αρχιεπισκοπής, αρχιεπισκοπικού
  • bylinowy στα ελληνικά - πολυετή, αιώνιο, πολυετείς, πολυετές, πολυετών
  • garda στα ελληνικά - φρουρώ, φρουρά, φυλάω, φύλακας, φρουράς, προστατευτικό, προφυλακτήρα
  • imputować στα ελληνικά - αποδίδω, καταλογίσει, καταλόγισε, καταλογίσει την, εμφάνισης τεκμαρτού
Τυχαίες λέξεις
Już στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήδη, ωστόσο, ακόμα, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη