Λέξη: σβέρκος
Σχετικές λέξεις: σβέρκος
ο σβέρκος, σβέρκος συνώνυμα, σβέρκος ανδρέας, νίκοσ σβέρκοσ, σβέρκοσ ηλίασ, πιασμένος σβέρκος
Συνώνυμα: σβέρκος
αυχένας, αυχήν, λαιμός, τράχηλος
Μεταφράσεις: σβέρκος
σβέρκος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nape, neck, scruff, scrag end
σβέρκος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
istmo, cogote, nuca, pescuezo, cuello, scruff, pellejo
σβέρκος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nacken, zapfen, ausschnitt, Schlampe, genick, scruff, regelwidrigkeit
σβέρκος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cou, kiki, col, nuque, goulot, collet, encolure, étranglement, scruff, peau du cou
σβέρκος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
collo, nuca, collottola, colletto, scruff, stropiccio, trasandato
σβέρκος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
necessidade, pescoço, garganta, nuca, scruff, cangote, cachaço
σβέρκος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nek, hals, nekvel, scruff
σβέρκος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
горлышко, керосин, гриф, затылок, удушить, суживаться, горловина, ник, перешеек, ножка, нэк, шея, загривок, шейка, Scruff, Скрафф, грязнуля
σβέρκος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hals, nakke, scruff, dressur
σβέρκος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hals, nacke, scruff, nackskinnet, kragen, skinnet, i nackskinnet
σβέρκος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uurros, kaula, niska, törkimys, niskasta, scruff, niskaan, niskaan tai
σβέρκος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hals, harmoniske, Scruff, Scruff live, kraven, lurvet
σβέρκος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vaz, límec, krk, šíje, hrdlo, výstřih, coura, obejda, zátylek, šmudla
σβέρκος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pieścić, karkówka, gryf, karczek, kołnierz, szyja, szyjka, migdalić, przesmyk, cieśnina, kark, scruff, fałdę, w fałdę
σβέρκος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyakszirt, ingnyak, tarkóbőr, tarkóbőrébe, tarkó, tarkótájon
σβέρκος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boyun, boğaz, ense, Scruff, Scruff imzalı, enseler
σβέρκος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
горлечко, шийка, шия, ніжка, потилиця, потилицю, задушити, загривок, зашийок, карк
σβέρκος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
grykë, qafë, qafa, lëkurë e zverkut
σβέρκος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гърло, врат, деколте, шия, тил, тила
σβέρκος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шыя, карак, шкірку
σβέρκος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maasäär, kukal, kael, turi, turjalt, turja-, Törkimys, turja
σβέρκος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zatiljak, potiljak, vrat, hvatanje za vrat, Scruff
σβέρκος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
háls, scruff
σβέρκος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
collum, cervix
σβέρκος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakarpa, kaklas, sprandas, Scruff, nevala, apsileidęs žmogus, netvarkingas žmogus
σβέρκος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skausts, kakls, sprands, skauts, Scruff
σβέρκος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
scruff
σβέρκος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ceafă, gât, grumaz, ceafa, ceafa de, scruff, scame
σβέρκος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
je, vrat, scruff
σβέρκος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
týl, krk, šije, je, šija, coura, cundra, fľandra
Τυχαίες λέξεις