Λέξη: ψευδαισθητικός
Συνώνυμα: ψευδαισθητικός
απατηλός
Μεταφράσεις: ψευδαισθητικός
ψευδαισθητικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
illusory, illusive
ψευδαισθητικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ilusorio, ilusoria, illusive, ilusorios, engañoso
ψευδαισθητικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
illusorisch, trügerisch, illusive, illusorische, illusorischen
ψευδαισθητικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trompeur, menteur, fallacieux, illusoire, abusif, décevant, illusoires, insaisissable
ψευδαισθητικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
illusorio, illusoria, illusive, illusiva, illusivo
ψευδαισθητικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ilusório, ilusória, illusive, ilusivo, ilusórias
ψευδαισθητικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
illusoir, denkbeeldig, illusive, ongrijpbaar, bedrieglijke
ψευδαισθητικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бутафорский, мнимый, обманчивый, призрачный, иллюзорный, призрачными, призрачны, иллюзорной
ψευδαισθητικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
illusorisk, illusoriske, illusive, uoppnåelig
ψευδαισθητικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
illusorisk, illusoriska, illusive, gäck, bedräglig
ψευδαισθητικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuviteltu, illusive, illusorinen, pettävä, oikotietä
ψευδαισθητικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uvirkelig, regelstyrede, illusorisk, illusoriske, illuderende
ψευδαισθητικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šalebný, klamný, iluzorní, iluzivní, zdánlivý, iluzivně
ψευδαισθητικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
złudny, iluzoryczny, nierzeczywisty, zwodniczy, iluzoryczne, illusive
ψευδαισθητικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hiú, csalóka, illuzórikus, a csalóka, ámító
ψευδαισθητικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yanıltıcı, Illusive, aldatıcı, hayali, Delusional
ψευδαισθητικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ілюзорний, ілюзорного
ψευδαισθητικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
iluzor, rremë, të rremë, gënjeshtërt, i rremë
ψευδαισθητικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
илюзорен, илюзорна, илюзорно, илюзорни
ψευδαισθητικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ілюзорны
ψευδαισθητικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
petlik, tontlik, illusoorne, on illusoorne, Reedab
ψευδαισθητικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
iluzoran, varav, varljiv, iluzija, neuhvatljiva
ψευδαισθητικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
illusive
ψευδαισθητικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Iluzorisks, Łudzący, Złudny, Zwodniczy, Iluzoryczny
ψευδαισθητικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iluzorisks
ψευδαισθητικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
илузионистички
ψευδαισθητικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iluzoriu, iluzorie, iluzorii, illusive, nereal
ψευδαισθητικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
iluzorní, Varljiv, zavajajoča
ψευδαισθητικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klamný, klamlivý, falošný, falošného, Zavádzajúci
Τυχαίες λέξεις