Λέξη: ανεπάρκεια

Σχετικές λέξεις: ανεπάρκεια

ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδας, ανεπάρκεια καρδιάς, ανεπάρκεια g6pd, ανεπάρκεια επινεφριδίων, ανεπάρκεια τραχήλου, ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας, ανεπάρκεια συνώνυμο, ανεπάρκεια συνώνυμα, ανεπάρκεια τριγλώχινας, ανεπάρκεια ψευδαργύρου, νεφρική ανεπάρκεια, καρδιακή ανεπάρκεια

Συνώνυμα: ανεπάρκεια

έλλειψη, γλισχρότης, γλισχρότητα, ανικανότης, ανικανότητα

Μεταφράσεις: ανεπάρκεια

ανεπάρκεια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
insufficiency, shortage, inadequacy, inefficiency, failure

ανεπάρκεια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
insuficiencia, la insuficiencia, insuficiencia de, una insuficiencia, de insuficiencia

ανεπάρκεια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
insuffizienz, unzulänglichkeit, Insuffizienz, Unzulänglichkeit, Schwäche, Mangel

ανεπάρκεια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
privation, insuffisance, pénurie, défaut, dénuement, faute, besoin, manque, l'insuffisance, une insuffisance, d'insuffisance

ανεπάρκεια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insufficienza, l'insufficienza, un'insufficienza, di insufficienza, dell'insufficienza

ανεπάρκεια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insuficiência, a insuficiência, de insuficiência, insuficiência de

ανεπάρκεια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontoereikendheid, insufficiëntie, onvoldoende, tekort, leverinsufficiëntie

ανεπάρκεια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
недостаток, ограниченность, недостаточность, недостаточности, недостаточностью

ανεπάρκεια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
insuffisiens, nyrefunksjon, funksjon, svikt, insufficiency

ανεπάρκεια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
insufficiens, njurfunktion, otillräckliga, brist, otillräcklig

ανεπάρκεια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
riittämättömyys, vajaatoiminta, vajaatoimintaa, vajaatoiminnan, vajaatoiminnasta

ανεπάρκεια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
insufficiens, utilstrækkelige, nyrefunktion, utilstrækkelig, leverfunktion

ανεπάρκεια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nedostatek, nedostatečnost, insuficience, nedostatečnosti, nedostatečností

ανεπάρκεια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niedostateczność, niedosyt, niedomoga, niewystarczalność, niedostatek, niewydolność, niewydolności, niewydolnością, niedobór, niedoczynność

ανεπάρκεια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elégtelenség, elégtelensége, elégtelenségben, elégtelenséget

ανεπάρκεια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetmezlik, yetmezliği, yetersizliği, yetersizlik, yetersiz

ανεπάρκεια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
недостатність

ανεπάρκεια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pamjaftueshmëri, pamjaftueshmëria, pamjaftueshmeria, pamjaftueshmërinë, Insuficienca

ανεπάρκεια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
недостиг, недостатъчност

ανεπάρκεια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
недастатковасць, нястача

ανεπάρκεια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puudulikkus, ebapiisavus, puudulikkuse, puudulikkusega, ebapiisavust

ανεπάρκεια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedovoljnost, insuficijencija, insuficijencije, nedostatnost, insuficijenciju

ανεπάρκεια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lifrarstarfsemi, nýrnastarfsemi, skert, þurrð, lifrarstarfemi

ανεπάρκεια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepakankamumas, nepakankamumu, nepakankamumo, nepakankamumą

ανεπάρκεια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepietiekamība, mazspēja, mazspēju, nepietiekamību

ανεπάρκεια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инсуфициенција, СИДА, недоволност, недоволноста, инсуфициенција на

ανεπάρκεια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
insuficiență, insuficienta, insuficiența, insuficienței, insuficien

ανεπάρκεια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
insuficienca, insuficience, insuficienco, nezadostnost, okvaro

ανεπάρκεια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nedostatočnosť, insuficiencia, nedostatok, nedostatočné, obličiek

Στατιστικά δημοτικότητας: ανεπάρκεια

Τυχαίες λέξεις