Kędzierzawić στα ελληνικά
Μετάφραση: kędzierzawić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατσαρώνω, μπούκλα, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- banicja στα ελληνικά - εξορίζω, εξορία, αποκλεισμός, απαγόρευση, αποκλείω, απαγορεύω, εξορίας, ...
- dozowanie στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
- galwanotechnika στα ελληνικά - ηλεκτρολυτικής, επιμετάλλωση, ηλεκτρολυτική, ηλεκτρόλυση, με ηλεκτρόλυση
- głąb στα ελληνικά - παγανίζω, κυνηγώ, στέλεχος, καρδιά, βάθος, βάθους, το βάθος, ...
Τυχαίες λέξεις
Kędzierzawić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατσαρώνω, μπούκλα, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl
Μεταφράσεις: κατσαρώνω, μπούκλα, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl