Kablować στα ελληνικά

Μετάφραση: kablować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλώδιο
Kablować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czterokrotny στα ελληνικά - τετραπλός, τετραπλάσιος, τετραπλή, τετραπλάσια, τετραπλό, τετραπλά
  • czworograniasty στα ελληνικά - τετράγωνο, πλατεία, τετραγωνικών, τετραγωνικά, τετραγωνικό
  • dominium στα ελληνικά - κυριαρχία, εξουσία, κυριαρχίας, επικράτεια, την κυριαρχία
  • drzewo στα ελληνικά - ξύλο, δέντρο, ξυλεία, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
Τυχαίες λέξεις
Kablować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλώδιο