Kaleczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: kaleczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φόνος, εγκοπή, κοπή, πετσοκόβω, σκοτώνω, χτυπώ, πληγώνω, κόβω, κόψιμο, πονώ, κουτσουρεύω, τραυματίζω, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν
Kaleczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antykorozyjny στα ελληνικά - αντιδιαβρωτικά, αντιδιαβρωτική, αντιδιαβρωτικής, αντιδιαβρωτικό, αντιδιαβρωτικός
  • donikąd στα ελληνικά - πουθενά, το πουθενά, πουθενά δεν, πουθενά για, πού
  • dostrajanie στα ελληνικά - κούρδισμα, Tuning, Συντονισμός, συντονισμού, βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας
  • dworski στα ελληνικά - ευγενής, ευγενικός, αβρός, ευγενικό, αριστοκρατική
Τυχαίες λέξεις
Kaleczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φόνος, εγκοπή, κοπή, πετσοκόβω, σκοτώνω, χτυπώ, πληγώνω, κόβω, κόψιμο, πονώ, κουτσουρεύω, τραυματίζω, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, κακό, βλάψουν