Πονώ στα πολωνικά
Μετάφραση: πονώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ból, kaleczyć, boleć, ranić, bólu, bóle, ból w, pain
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πονώ
πονάω συνώνυμα, πονώ μα δάκρυ δε θα δεις, πονώ δεν με λυπάσαι, μαντιναδες πονώ, πονώ δε με λυπάσαι στίχοι, πονώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, πονώ στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ποντίκι στα πολωνικά - myszka, mysz, myszy, myszki, mouse, myszą
- πονόψυχος στα πολωνικά - litościwy, współczujący, czułym sercu, o czułym sercu
- πορεία στα πολωνικά - trasa, nagłówek, szlak, marszruta, droga, kurs, wyrobisko, ...
- πορθμός στα πολωνικά - cieśnina, bełt, cieśniny, strait, cieśninę
Τυχαίες λέξεις
Πονώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ból, kaleczyć, boleć, ranić, bólu, bóle, ból w, pain
Μεταφράσεις: ból, kaleczyć, boleć, ranić, bólu, bóle, ból w, pain