Karbować στα ελληνικά

Μετάφραση: karbować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοράρω, σκορ, εικοσαριά, ρητιδώ, αυλακώνω, χαρτόν, προκαλέσομε συρρίκνωση, σχηματίσει το κυματοειδές
Karbować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anarchizm στα ελληνικά - παραζάλη, κυκεώνας, σύγχυση, αναρχισμός, αναρχισμού, αναρχισμό, ο αναρχισμός, ...
  • barokowy στα ελληνικά - μπαρόκ, Baroque, το μπαρόκ, μπαρόκ Της, του Μπαρόκ
  • dyrektorować στα ελληνικά - απονέμω, απαλλάξει, να απαλλάξει, διανομή, διανέμουν, μην
  • etylenowy στα ελληνικά - αιθυλενίου, του αιθυλενίου, αιθυλένιο, αιθυλενο, από αιθυλένιο
Τυχαίες λέξεις
Karbować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοράρω, σκορ, εικοσαριά, ρητιδώ, αυλακώνω, χαρτόν, προκαλέσομε συρρίκνωση, σχηματίσει το κυματοειδές