Kasować στα ελληνικά

Μετάφραση: kasować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαυγής, έκδηλος, ακυρώνω, ελευθερώνω, καταργώ, εξαλείφω, γρονθοκοπώ, εναργής, διαγράφω, σβήνω, διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, να διαγράψετε
Kasować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dekoracyjny στα ελληνικά - γούστο, γουστάρω, προτίμηση, φανταστικός, διακοσμητικός, Διακοσμητικά, διακοσμητικό, ...
  • elektrowstrząs στα ελληνικά - ηλεκτροσόκ, με ηλεκτροσόκ, από ηλεκτροσόκ, ηλεκτροπληξία, το ηλεκτροσόκ
  • faszystowski στα ελληνικά - φασιστής, φασίστας, φασιστική, φασιστικό, φασιστικές, φασιστικής
  • hybrydowy στα ελληνικά - υβρίδιο, υβριδικό, υβριδικά, υβριδικών, υβριδικού
Τυχαίες λέξεις
Kasować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαυγής, έκδηλος, ακυρώνω, ελευθερώνω, καταργώ, εξαλείφω, γρονθοκοπώ, εναργής, διαγράφω, σβήνω, διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, διαγράψει, να διαγράψετε