Katalogować στα ελληνικά
Μετάφραση: katalogować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάλογος, κατάλογό, κατάλογο, καταλόγου, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- chcieć στα ελληνικά - εκλέγω, θέληση, προαίρεση, έλλειψη, ανάγκη, διαθήκη, ευχή, ...
- dogmatyzować στα ελληνικά - δογματίζω, δογματίσει, αποφαίνονται κατηγορηματικά
- dopowiedzenie στα ελληνικά - παράθεση, απόθεση, εναπόθεση, εναπόθεσης, αποθέσεως
- franszyza στα ελληνικά - προνόμιο, δικαιόχρησης, προνομίου, δικαίωμα ψήφου
Τυχαίες λέξεις
Katalogować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάλογος, κατάλογό, κατάλογο, καταλόγου, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
Μεταφράσεις: κατάλογος, κατάλογό, κατάλογο, καταλόγου, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ