Λέξη: οξικός

Σχετικές λέξεις: οξικός

οξικός μόλυβδος, οξικός χαλκός, οξικός φαινυλεστέρας, οξικός ψευδάργυρος, οξικόσ εστέρασ, οξικός ανυδρίτης, οξικός αιθυλεστέρας, οξικός βουτυλεστέρας, οξικός ανυδρίτης wiki

Μεταφράσεις: οξικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acetic, ethyl, acetate
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acético, acético al, ácido acético
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
essigsauer, Essigsäure, Essig, Essig-, iger, Essigsäureanhydrid
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acétique, acéteux, acétique à, acide acétique
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acetico, acetica, acetico al, acido acetico
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acético, ac�ico, acético a
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
azijnzuur, azijn-, azijnzuuranhydride, azijn, azijnzuur-
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уксусный, уксусной, уксусная, уксусна, уксусную
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eddiksyre, eddik, eddik-
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ättiksyra, ättik, ättik-, ättiksyraanhydrid
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
etikka-, etikkahapon, etikkahappo, etik-, etikka
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eddikesyre, eddike-, acetic, eddikesyreanhydrid, eddi-
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
octový, octová, octové, kyselina octová, kyselina, octovou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
octowy, octowego, octowym, kwas octowy
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ecetsavas, ecetsav, ecetsavval, ecetsavat
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asetik
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оцтовий, оцетовий
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
uthullor, acetik, acetike, acetic
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оцетен, оцетна, оцетната, с оцетна, на оцетна
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
воцатны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
äädik-, äädikhappe, äädikhape, äädikhappega, äädikhapet
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
octene, octena, octenu, octenom, -octena
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ediksýra, acetic, acetlc, ediksýru, edik-
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
acto, be acto, acto rūgšties, -acto
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
etiķa, etiķskābes, acetic, etiķskābe, etiķskābi
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оцетна, на оцетна, оцетната, ацетатна, ацетична
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acetic, acetică
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ocetna, ocetne, ocetne kisline, ocetno, ocetni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
octový, octová, octovej, kyselina octová, octovú
Τυχαίες λέξεις