Klinować στα ελληνικά

Μετάφραση: klinować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφήνα, γόμφος, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός
Klinować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • astrobiologia στα ελληνικά - αστροβιολογία, Αστροβιολογίας, την αστροβιολογία, Astrobiology, Αστροβιολογίας της
  • ciemieniowy στα ελληνικά - πλευρικός, βρεγματικό, τοιχωματικών, τοιχωματικά, βρεγματικού
  • cierniowy στα ελληνικά - ακανθώδης, αγκαθωτός, ακανθώδες, ακανθώδη, ακανθώδους
  • gurda στα ελληνικά - νεροκολόκυθο, κολοκύνθη, κολοκύθα, κολοκύθας, κολοκυθών
Τυχαίες λέξεις
Klinować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφήνα, γόμφος, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός