Kobieta στα ελληνικά
Μετάφραση: kobieta, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυναίκα, θηλυκός, σκύλα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czekać στα ελληνικά - περίμενε, αφουγκράζομαι, περιμένω, αμπάρι, κρατώ, ακούω, προσδοκώ, ...
- deblowy στα ελληνικά - σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, δίκλινα, διπλασιάζεται, διπλά, διπλασιάζει, ...
- dwuznacznie στα ελληνικά - insinuatingly
- fałszować στα ελληνικά - μαγειρεύω, μάγειρας, αλλοιώνω, κατασκευάζω, ιατρός, πλαστός, κίβδηλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Kobieta στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυναίκα, θηλυκός, σκύλα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
Μεταφράσεις: γυναίκα, θηλυκός, σκύλα, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των