Kolportować στα ελληνικά
Μετάφραση: kolportować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεράκι, διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, διανείμετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bombardier στα ελληνικά - βομβαρδιστής, Bombardier, η Bombardier, βομβαρδιστικό, βομβαρδιστή
- cmentarzysko στα ελληνικά - νεκροταφείο, ταφή, ταφής, την ταφή, ταφικά, η ταφή
- folklor στα ελληνικά - λαογραφία, λαογραφικό, λαογραφική, λαογραφικά, λαογραφίας
- homogeniczność στα ελληνικά - ομοιογένεια, ομοιογένειας, την ομοιογένεια, η ομοιογένεια, ομοιογενείας
Τυχαίες λέξεις
Kolportować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεράκι, διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, διανείμετε
Μεταφράσεις: γεράκι, διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, διανείμετε