Λέξη: διαισθητικός
Σχετικές λέξεις: διαισθητικός
διαισθητικόσ τρόποσ σκέψησ, διαισθητικός συνώνυμα
Μεταφράσεις: διαισθητικός
διαισθητικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
intuitive, intuitional, an intuitive
διαισθητικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
intuitivo, intuitiva, intuitivos, intuitivas, e intuitiva
διαισθητικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unmittelbar, intuitiv, intuitive, intuitiven, intuitiver, intuitives
διαισθητικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
intuitif, intuitive, intuitives, intuitifs
διαισθητικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intuitivo, intuitiva, intuitivi, intuitive
διαισθητικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intuitivo, intuitiva, intuitivos, intuitivas, intuitive
διαισθητικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
intuïtief, intuïtieve, intuitieve, intuïtiever, de intuïtieve
διαισθητικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
интуитивный, интуитивно понятный, интуитивно, интуитивным, интуитивное
διαισθητικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
intuitiv, intuitive, intuitivt
διαισθητικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
intuitiv, intuitivt, intuitiva
διαισθητικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päättelemätön, näkemyksellinen, järkeenkäypä, intuitiivinen, intuitiivisen, intuitiivista, intuitiivisia, intuitiiviset
διαισθητικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
intuitiv, intuitive, intuitivt
διαισθητικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
intuitivní, intuitivním, intuitivnější, intuitivně
διαισθητικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
intuicyjny, intuicyjne, intuicyjna, intuicyjnym, intuicyjną
διαισθητικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
intuitív, az intuitív, intuitívabb, ösztönös
διαισθητικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sezgisel, sezgisel bir, kolay
διαισθητικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інтуїції, інтуїтивний, інтуітивний
διαισθητικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
intuitiv, intuitive
διαισθητικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
интуитивен, интуитивно, интуитивна, интуитивни, интуитивното
διαισθητικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інтуітыўны, інтуітыўна, інстынктыўны, інтуіцыйны, рэзкі інстынктыўны
διαισθητικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
intuitiivne, intuitiivse, arusaadavad, intuitiivselt, intuitiivset
διαισθητικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
intuitivan, intuitivno, intuitivna, intuitivni, intuitivne
διαισθητικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
innsær, innsæi, leiðandi
διαισθητικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
intuityvus, intuityvi, intuityviojo, intuityvūs, intuityviai
διαισθητικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
intuitīvs, intuitīvi, intuitīva, intuitīvu, intuitīvās
διαισθητικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
интуитивен, интуитивна, интуитивни, интуитивно, интуитивниот
διαισθητικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intuitiv, intuitivă, intuitiva, intuitive, intuitivă de
διαισθητικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
intuitivní, intuitivno, intuitivna, intuitivni, intuitiven, intuitivne
διαισθητικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
intuitívne, intuitívny, intuitívna, intuitívnu, intuitívnou
Τυχαίες λέξεις