Λέξη: διάρροια

Σχετικές λέξεις: διάρροια

διάρροια τροφες, διάρροια διατροφή, διάρροια των ταξιδιωτών, διάρροια αντιμετώπιση τροφες, διάρροια και μέλι, διάρροια και περίοδος, διάρροια και εμετοί, διάρροια αίτια, διάρροια με αίμα, διάρροια μωρό

Συνώνυμα: διάρροια

ευκοιλιότητα

Μεταφράσεις: διάρροια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
diarrhoea, diarrhea, Diarrhoea
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diarrea, la diarrea, diarreas, de diarrea
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
durchfall, diarrhö, Durchfall, Diarrhöe, Diarrhoe, Diarrhö, Fälle
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
diarrhée, la diarrhée, diarrhées, une diarrhée, de diarrhée
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
diarrea, la diarrea, di diarrea
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
diarréia, diarreia, a diarreia, a diarréia, diarrhea
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diarree, buikloop, diaree, van diarree
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
понос, диарея, диареи, диарею, диареей
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diaré, diare
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diarré, diarrhea, diarréer, diarre
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ripuli, ripulia, ripulin, diarrhea, ripuliin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diarre, diarré, diaré
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
průjem, průjmu, průjmy, průjmem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozstrój, rozwolnienie, sraczka, biegunka, biegunki, biegunkę, biegunką
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hasmenés, hasmenést, a hasmenés, hasmenése, hasmenéssel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ishal, diyare, ishale, ishali, diare
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
діарея, пронос
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
diarre, diarrea, diarresë, diare, diarreja
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диария, диарията, разстройство, на диария
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыярэя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõhulahtisus, kõhulahtisust, kõhulahtisuse, diarröa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proljev, proljeva, dijareja, dijareje, proljevi
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
niðurgangur, niðurgang, niðurgangi, niðurgangs
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viduriavimas, viduriavimą, viduriavimo, diarėja
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
caureja, caureju, caurejas, diareja
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дијареа, пролив, дијареја, дијареата, проливи
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diaree, diareea, diareei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
driska, diareja, drisko, driske, diareje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hnačka, hnačku, hnačky, hnacka

Στατιστικά δημοτικότητας: διάρροια

Τυχαίες λέξεις