Komercyjny στα ελληνικά

Μετάφραση: komercyjny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπορικός, διαφήμιση, Εμπορική, Εμπορικά, Επαγγελματικά, Εμπορικό
Komercyjny στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akredytować στα ελληνικά - διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
  • garniec στα ελληνικά - ραμφίζω, γαλόνι, γαλονιών, γαλλόνι, γαλλονιών, γαλονιού
  • identyfikator στα ελληνικά - ταυτότητα, id, Ιϋ, αναγνωριστικό, αναγνώρισης
  • istotnie στα ελληνικά - πράγματι, πραγματικά, ουσιαστικά, όντως, μάλιστα
Τυχαίες λέξεις
Komercyjny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπορικός, διαφήμιση, Εμπορική, Εμπορικά, Επαγγελματικά, Εμπορικό