Λέξη: σύνδρομο

Σχετικές λέξεις: σύνδρομο

σύνδρομο rett, σύνδρομο sjogren, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, σύνδρομο cushing, σύνδρομο αδαμαντιάδη-behcet, σύνδρομο tourette, σύνδρομο ασπεργκερ, σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, σύνδρομο down, αυχενικό σύνδρομο, συνδρομο, σύνδρομο asperger, asperger, αυχενικό σύνδρομο συμπτώματα, σύνδρομο στοκχόλμης, σύνδρομο της στοκχόλμης, αυχενικο, αυχενικο σύνδρομο, προεμμηνορρυσιακό σύνδρομο

Μεταφράσεις: σύνδρομο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
syndrome, syndrome is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
síndrome, síndrome de, el síndrome, el síndrome de, síndrome del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wasserflugplatz, syndrom, Syndrom, Syndroms
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
syndrome, syndicat, le syndrome, syndrome de, du syndrome, un syndrome
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sindrome, sindrome di, la sindrome, sindrome da, sindrome del
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
síndrome, síndrome de, síndrome do, síndroma, a síndrome
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
syndroom, syndroom van, het syndroom, het syndroom van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
синдром, синдрома, синдромом, синдроме
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
syndrom, syndromet, syndrome
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
syndrom, syndromet, syndrome
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oireyhtymä, oireyhtymän, syndrooma, oireyhtymää
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
syndrom, syndromet, syndrome
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
syndrom, syndromu, syndromem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
syndrom, zespół, zespołu, zespołem, syndrome
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szindróma, tünetcsoport, szindrómát, szindrómában, szindrómás
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sendrom, sendromu, sendromlu, sendromdur
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
синдром
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sindromë, sindromi, sindroma, sindromi i, sindrom
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
синдром, синдром на, синдрома, синдрома на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сіндром, сындром
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sündroom, sündroomi, sündroomiga, sündroomist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sindroma, sindrom, sindromom, syndrome
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heilkenni, Syndrome, heilkennis, heilkenni sem
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sindromas, sindromo, sindromu, sindromą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sindroms, sindromu, sindroma
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
синдром, синдромот, синдром на, синдромот на, ов синдром
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sindromul, sindrom, sindromului, sindrom de, sindromul de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sindrom, sindroma, sindromu, sindromom
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
syndróm, syndrómu, syndrom

Στατιστικά δημοτικότητας: σύνδρομο

Τυχαίες λέξεις