Komfortowy στα ελληνικά
Μετάφραση: komfortowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezdźwięczny στα ελληνικά - αθόρυβος, άηχος, soundless, αθόρυβη, χωρίς ήχο
- centralny στα ελληνικά - κεντρικός, κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής
- cichość στα ελληνικά - πραότητα, πραότητος, την πραότητα, πραότητας, πραότης
- fenomenologia στα ελληνικά - φαινομενολογία, φαινομενολογίας, η φαινομενολογία, τη φαινομενολογία, της φαινομενολογίας
Τυχαίες λέξεις
Komfortowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
Μεταφράσεις: άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες