Λέξη: επιτηρώ

Συνώνυμα: επιτηρώ

παρακολουθώ, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επαγρυπνώ, προσέχω, επιθεωρώ, ελέγχω, επιβλέπω

Μεταφράσεις: επιτηρώ

επιτηρώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
oversee, inspect, invigilate

επιτηρώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inspeccionar, inspeccione, examinar, inspección, revisar

επιτηρώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
prüfen, inspizieren, überprüfen, kontrollieren, zu inspizieren

επιτηρώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chapeauter, inspecter, contrôler, surveiller, inspection, examiner, vérifier, inspecter les

επιτηρώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vigilare, ispezionare, controllare, esaminare, verificare, ispezione

επιτηρώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fiscalizar, ultrapassagem, inspecionar, inspeccionar, inspecione, examinar

επιτηρώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inspecteren, te inspecteren, inzage, inspecteer, inspectie

επιτηρώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
надсматривать, наблюдать, подсматривать, надзирать, проверять, проверить, осмотреть, осмотрите, инспектировать

επιτηρώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inspisere, kontrollere, undersøke, kontroller, å inspisere

επιτηρώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inspektera, kontrollera, granska, ta del, inspekterar

επιτηρώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkastaa, tarkastettava, tarkasta, tutustua, tutkia

επιτηρώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
inspicere, kontrollere, undersøge, inspektion, at inspicere

επιτηρώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dozírat, kontrolovat, dohlížet, prohlédnout, zkontrolujte, inspekci, nahlížet

επιτηρώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pilnować, doglądać, nadzorować, kontrolować, sprawdzać, badać, sprawdzić, inspekcji

επιτηρώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellenőriz, ellenőrizze, vizsgálja, ellenőrizni, vizsgálja meg

επιτηρώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yönetmek, denetlemek, kontrol, kontrol edin, incelemek, inceleyin

επιτηρώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наглядати, підглядати, підгляньте, перевіряти, перевірятимуть, перевірятиме, перевірити

επιτηρώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kontrolloj, inspektoj, inspektojë, inspektuar, të inspektojë, të inspektuar

επιτηρώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
надзирава, инспектира, инспектират, проверява, запознаят, се запознаят

επιτηρώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
правяраць

επιτηρώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhendama, kontrollima, inspekteerima, kontrollida, tutvuda, kontrollib

επιτηρώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pregledati, pregledajte, provjerite, provjeriti, uvid

επιτηρώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skoða, að skoða, rannsaka, kanna, athuga

επιτηρώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tikrinti, apžiūrėti, patikrinti, tikrina, patikrinkite

επιτηρώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārraudzīt, apskatīt, kontrolēt, pārbaudīt, pārbauda, pārbaudiet

επιτηρώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
увид, врши увид, испита, изврши увид, увид во

επιτηρώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inspecta, inspecteze, a inspecta, inspectați, să inspecteze

επιτηρώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preglejte, pregledajo, vpogleda, pregledati, pregleda

επιτηρώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prehliadnuť, prezrieť, pozrieť, zobraziť, prezrite
Τυχαίες λέξεις