Λέξη: καθησυχάζω
Σχετικές λέξεις: καθησυχάζω
καθησυχάζω english, καθησυχάζω αγγλικα, καθησυχάζω στα αγγλικά, καθησυχάζω συνώνυμο, καθησυχάζω μετάφραση
Συνώνυμα: καθησυχάζω
λαμπικάρω, ξεθυμώνω, κατευνάζω, μαλακώνω, καταπραΰνω, ειρηνεύω, εξευμενίζω, ηρεμώ, επαναβεβαιώ, αναθαρρύνω
Μεταφράσεις: καθησυχάζω
καθησυχάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reassure, tranquilize, appease, quieten, placate
καθησυχάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tranquilizar, aquietar, sosegar, tranquilizar a, tranquilize, tranquilizarla, tranquilizarse
καθησυχάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beruhigen, tranquilize, betäuben, zu beruhigen, eine beruhigende
καθησυχάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confirmer, rassurer, pacifier, rassurent, rassurez, calmer, tranquilliser, renforcer, rassurons, fortifier, apaiser, affirmer, rasséréner, tranquilize, tranquiliser, endormir les
καθησυχάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rassicurare, calmare, calmare con tranquillante, tranquillizzare, tranquilize, tranquillizzarlo, tranquillizzarla
καθησυχάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tranqüilizar, tranquilizar, tranquilize, tranqüilizá, tranqüilize
καθησυχάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kalmeren, bedaren, verdoven, tranquilize, te verdoven
καθησυχάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уверять, убеждать, утешать, заверять, успокаивать, успокоить, обнадеживать, усыпит, усыпят
καθησυχάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
berolige, tranquilize
καθησυχάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tranquilize
καθησυχάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vakuuttaa, rauhoittaa, tranquilize, rauhoittamaan, rauhoittavien, antaa rauhoittavaa lääkettä jklle
καθησυχάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tranquilize, beroligende, beroligende medikamenter, virke beroligende, beroligende på
καθησυχάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ujistit, uklidnit, utvrdit, utišovat, utišit
καθησυχάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wspomagać, uspokoić, utwierdzać, uspokajać, zapewniać, utwierdzić, zapewnić, pocieszać, pokrzepiać, tranquilize, uspokaja, uspakajających
καθησυχάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megnyugtat
καθησυχάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sakinleştirmek, tranquilize, sakinlefltirmek, yatıştırmak
καθησυχάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
запевнення, заспокоювати
καθησυχάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qetësoj, qetësuar, qetësues, i jap qetësues, jap qetësues
καθησυχάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
успокоявам, укроти, успокои, да успокои, утихвам
καθησυχάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супакойваць, сцішваць, суцяшаць, загаманіла
καθησυχάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahustama, veenma, ravimit manustada rauhoittavaa, Kellele ravimit manustada rauhoittavaa, Rahustab, manustada rauhoittavaa
καθησυχάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osiguravati, uvjeravati, stišati, umiriti
καθησυχάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tranquilize
καθησυχάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuraminti, Raminančią, Nomierināt, Uspokajać
καθησυχάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nomierināt
καθησυχάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
tranquilize
καθησυχάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
potoli, tranchilizeze, calma, liniștesc
καθησυχάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pomirim, Stišati
καθησυχάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
upokojiť, ukľudniť
Τυχαίες λέξεις