Kompletować στα ελληνικά
Μετάφραση: kompletować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπλήρωμα, συλλέγω, ολοκληρώνω, μεταγλωττίζω, ολόκληρος, περατώνω, συντάσσω, συμπληρώματος, του συμπληρώματος, συμπληρωματικά, το συμπλήρωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autopsja στα ελληνικά - νεκροψία, αυτοψία, αυτοψίας, την αυτοψία, νεκροψίας
- dezorganizacja στα ελληνικά - αποδιοργάνωση, αποδιοργάνωσης, την αποδιοργάνωση, η αποδιοργάνωση, ανοργανωσιά
- dwukierunkowość στα ελληνικά - αμφίδρομος, αμφίδρομη, διπλής κατεύθυνσης, αμφίδρομης, αμφίδρομο
- ekosystem στα ελληνικά - οικοσύστημα, οικοσυστήματος, οικοσυστημάτων, το οικοσύστημα, του οικοσυστήματος
Τυχαίες λέξεις
Kompletować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, συλλέγω, ολοκληρώνω, μεταγλωττίζω, ολόκληρος, περατώνω, συντάσσω, συμπληρώματος, του συμπληρώματος, συμπληρωματικά, το συμπλήρωμα
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, συλλέγω, ολοκληρώνω, μεταγλωττίζω, ολόκληρος, περατώνω, συντάσσω, συμπληρώματος, του συμπληρώματος, συμπληρωματικά, το συμπλήρωμα