Λέξη: μαέστρος

Σχετικές λέξεις: μαέστρος

μιχαηλίδης μαέστρος, μαέστρος φιλαρμονικής χίου, μαέστρος χαράλαμπος μιχαηλίδης, μαέστρος της φιλαρμονικής χίου, μαέστρος κινήσεις, μαέστρος μπαγκέτα, μαέστρος καλαμαριά, μικρός μαέστρος, μαέστρος ορχήστρας, πυλαρινός μαέστρος

Συνώνυμα: μαέστρος

αγωγός, αρχιμουσικός, διευθυντής ορχήστρας, εισπράκτορας, οδηγός

Μεταφράσεις: μαέστρος

μαέστρος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conductor, maestro, a conductor, conductor of, the conductor

μαέστρος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conductor, revisor, cobrador, director, conductor de, conductores, del conductor

μαέστρος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schaffner, dirigent, stromleiter, zugführer, Leiter, Dirigent, Leiters

μαέστρος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conducteur, guide, receveur, conducteurs, chef, chef d'orchestre, conducteur de

μαέστρος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conduttore, direttore, conduttore di, conduttori, direttore d'orchestra

μαέστρος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
condutor, maestro, regente, condutor de, condutores

μαέστρος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
conducteur, bestuurder, dirigent, geleider, leider, conductor

μαέστρος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дирижер, провод, руководитель, кондуктор, дирижёр, гид, капельмейстер, жила, проводник, молниеотвод, громоотвод, проводника, проводником

μαέστρος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sjåfør, dirigent, leder, lederen

μαέστρος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konduktör, dirigent, ledare, ledaren, ledar

μαέστρος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
junailija, johdin, johde, kapellimestari, johtimen, johdinta, johtimeen

μαέστρος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
chauffør, fører, dirigent, leder, lederen, dirigenten

μαέστρος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vůdce, průvodce, průvodčí, dirigent, vodič, vodiče, dirigentem, vodičů

μαέστρος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyrygent, przewodnik, przewód, kierownik, konduktor, przewodu

μαέστρος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kalauz, karmester, vezető, vezeték, vezetőt, karmestere

μαέστρος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
biletçi, kondüktör, iletken, şef, iletkeni, iletkenli

μαέστρος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жила, керівник, мешкала, гід, кондуктор, диригент, провідник, проводник

μαέστρος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dirigjent, përçues, dirigjenti, dirigjent i, përçues i

μαέστρος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кондуктор, проводник, диригент, проводника, жило

μαέστρος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
правадыр, праваднік, кандуктар

μαέστρος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhataja, konduktor, dirigent, juhi, dirigendi, juht, juhtme

μαέστρος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vođa, kondukter, dirigent, vodič, vodiča, dirigenta, dirigentom

μαέστρος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leiðari, Hljómsveitarstjóri, stjórnandi, leiðara, leiðarinn

μαέστρος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konduktorius, dirigentas, laidininkas, laidininko, dirigento, laidas

μαέστρος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diriģents, diriģenta, vadītājs, diriģentu, diriģente

μαέστρος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проводник, диригент, диригентот, проводникот, диригентската

μαέστρος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dirijor, conductor, conductor de, conductorului, dirijorul

μαέστρος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vodič, dirigent, prevodnik, vodnik, vodnika, zborovodja

μαέστρος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dirigent, vodič
Τυχαίες λέξεις